- ὀλιγόαιμος
- ὀλῐγό-αιμος, ον,A = ὀλίγαιμος, Alex.Aphr.Pr.1.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγόαιμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγόαιμος — η, ο (Α ὀλιγόαιμος, ον) βλ. ολίγαιμος … Dictionary of Greek
ὀλιγόαιμα — ὀλιγόαιμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόαιμοι — ὀλιγόαιμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίγαιμος — και ολιγόαιμος, η, ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, ον) αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύ αιμος] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek